- ἡλιοστασία
- Ἡλιο-στᾰσία, ἡ,A solstice, Gloss.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τροπικός — ή, ό / τροπικός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις τροπές τού ηλίου, στα ηλιοστάσια 2. φρ. «τροπικοί κύκλοι» ή, απλώς, «οι τροπικοί» (αστρον.·γεωγρ.) οι δύο κύκλοι τής Γης πουτροπικός βρίσκονται εκατέρωθεν τού ισημερινού σε… … Dictionary of Greek
ηλιο- — (AM ἡλιο ) α συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής το οποίο δηλώνει ότι το β συνθετικό: α) προκαλείται ή προέρχεται από τον ήλιο (πρβλ. ηλιόκα(υ)μα, ηλιοφάνεια) θ) ανήκει ή αναφέρεται στον ήλιο (πρβλ. ηλιοβασίλεμα) γ) μοιάζει, λάμπει ή καίει σαν… … Dictionary of Greek
Βενεζουέλα — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Στα Β βρέχεται από την Καραϊβική θάλασσα και από τον Ατλαντικό ωκεανό, Δ συνορεύει με την Κολομβία, Ν με τη Βραζιλία και Α με τη Γουιάνα.Η Β. έχει καλά καθορισμένα σύνορα. Μόνο τα σύνορα με τη Γουιάνα αμφισβητούνται από … Dictionary of Greek
εκλειπτική — Η τροχιά της Γης γύρω από τον Ήλιο, η οποία είναι μέγιστος κύκλος της ουράνιας σφαίρας. Κατά τη διάρκεια της κίνησης της Γης γύρω από τον Ήλιο, ο Ήλιος φαίνεται ότι κινείται στην ουράνια σφαίρα στο ίδιο επίπεδο και κατά την ίδια φορά. Επομένως ως … Dictionary of Greek
Μακ Νις, Λιούις — (Louis MacNeice, Μπέλφαστ 1907 – Λονδίνο 1963). Βρετανός συγγραφέας και πανεπιστημιακός. Καταγόταν από ιρλανδική οικογένεια και σπούδασε στην Οξφόρδη, όπου συνδέθηκε με τους Σέσιλ Ντέι Λιούις, Σπέντερ και Όντεν. Ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τα κλασικά … Dictionary of Greek
τροπικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που έχει σχέση με τις τροπές του ήλιου (τα ηλιοστάσια): Τροπικοί κύκλοι. 2. (για χώρες), που βρίσκεται κοντά στον Ισημερινό: Τροπικό κλίμα. 3. (γραμμ.), που δηλώνει τρόπο: Τροπικό επίρρημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)